Πατησίων
Πατησίων, Πατήσια, πατημασιές… Μας πάτησαν, με τσάκισαν. Ξημέρωσε πάλι, και το μόνο που άλλαξε είναι η θέση από τα χαρτόκουτα. Κουρέλια κατέληξαν κι αυτά, από τις αλόγιστες πατημασιές του κόσμου. Με έναν αέρα “κερδισμένου” τριγυρνούν στους δρόμους, το βλέμμα τους κοιτάζει πάντα τον θεό. Δεν τολμούν να κοιτάξουν κάτω, κι όταν κοιτάζουν η μάσκα τους παίρνει ένα χαμόγελο, καμβάς γίνεται και ζωγραφίζεται πάνω του η λύπηση και η συμπόνια. Τα μάτια μου, όμως, βλέπουν ανήθικους ανθρώπους που αρκούνται σε ένα νεύμα συμπαράστασης. Ένα νεύμα δήθεν συμπαράστασης και βαθιά μέσα τους• ακούω μια φωνή να τους καθησυχάζει,« Μην στεναχωριέσαι, έκανε λάθη και έφτασε εκεί κάτω». Ο άνεμος, το αεράκι, ο άρρωστος αέρας σάπισε. Κόρνες και σειρήνες, καυσαέριο και μαυρίλα στο ορίζοντα. Οριζοντιωμένος στην κοινωνία, σκουπίδι. Τ ’απόγεμα θα μεταφέρω την πραμάτεια μου στο μεγάλο υπαίθριο, να δω και τον Λάκη. Θα είναι και τα βρομόσκυλα εκεί, οι κόπροι. Εγώ δεν είχα την τύχη να γεννηθώ τετράποδο και να με ταΐζουν, να μ’ έχουν έννοια, γεννήθηκα άτυχος. Άτυχος, αόρατος, ανύπαρκτος, βρώμικος. Και την βρωμιά και την πείνα την αντέχει ο άνθρωπος, φτάνει να του θυμίζουν πως είναι άνθρωπος. Μόνο η καθηγήτρια, αυτή η χρυσή γυναίκα , η αγία, με κοιτά στα μάτια, μόνο αυτή με βλέπει. Δύο χρόνια, εφτακόσιες-τριάντα μέρες, δεκαεφτά χιλιάδες ώρες και το μόνο που αλλάζει στην ζωή μου είναι ο δρόμος που κοιμάμαι. Κάθε μέρα πιστός θαμώνας απέναντι από τον αριθμό 77, κάθομαι στον αριθμό 76 της Πατησίων. Κάποτε απέναντι είχε πλούσιες βιτρίνες, χρυσές κούκλες κι αρώματα. Τώρα μονάχα λουκέτα και αφίσες, αφίσες, άφησες. Αφίσες για θέατρο, θεάτρο, θίατερ, με λαχταριστά χρώματα γράφουν ‘ Η ΜΕΛΩΔΊΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΊΑΣ’, της ειρωνείας, της απραξίας, της αδικίας, της μασκαρεμένης ανομίας. Και αύριο και μεθαύριο, απραξία, βάρος ασήκωτο ο χρόνος, τα χρόνια. Ξεχασμένος μέχρι και από τον θάνατο, αναζητώ τροφή στα σκουπίδια σας.